- ἁδύγλωσσος
- ᾱδῠγλωσσος, -ον1 sweet tongued
ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἑξηκοντάκι δὴ ἀμφοτέρωθεν ἀδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ O. 13.100
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἑξηκοντάκι δὴ ἀμφοτέρωθεν ἀδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ O. 13.100
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἁδύγλωσσος — ἁ̱δύγλωσσος , ἡδύγλωσσος sweet tongued masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδυ- — πρώτο συνθετικό πολλών συνθέτων λ. τής αρχ. δωρικής διαλέκτου, όπως, λ.χ. ἁδυβόας, ἁδύγλωσσος, ἁδυεπής, ἁδυλόγος, ἁδυμελής, ἁδύπνοος, ἁδύπολις, με θέμα ἁδυ από το δωρ. ἁδύς (γλυκός) αντί τού ιων. ἡδύς (πρβλ. αντίστοιχα ιων. αττ. ἡδυβόης,… … Dictionary of Greek
ηδύγλωσσος — η, ο (Α ἡδύγλωσσος, δωρ. τ. ἁδύγλωσσος, ον) αυτός που μιλάει με γλυκό τρόπο, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος («ἡδύγλωσος βοά», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek